21 Μαρτίου 2017

Το μέλλον του ελληνικού λαού κρίνεται στον αγώνα για εθνική ανεξαρτησία

Στην επέτειο για τα 60 χρόνια “κοινής ευρωπαϊκής αγοράς” οι ηγετικοί κύκλοι της ΕΕ θα συναντηθούν σε Σύνοδο Κορυφής στη Ρώμη έχοντας στην ατζέντα τους ένα κάθε άλλο παρά εορταστικό πρόγραμμα. Σε μια περίοδο που το “ευρωπαϊκό οικοδόμημα”, το απατηλό αφήγημα του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού, βυθίζεται στην πιο βαθιά κρίση της ιστορίας του, οι κυρίαρχοι της ΕΕ καλούνται να πάρουν αποφάσεις που θα σκιαγραφούν το μέλλον της. Αποφάσεις που, εκτός των άλλων, έχουν να κάνουν και με τα εναλλακτικά σενάρια της “ΕΕ των πολλών ταχυτήτων”, τα οποία το τελευταίο διάστημα κερδίζουν όλο και περισσότερους υποστηρικτές. Ανάμεσα σε αυτούς και η καγκελάριος της Γερμανίας, που για πρώτη φορά τάχθηκε ανοιχτά υπέρ μιας τέτοιας προοπτικής.
Παράλληλα οι θιασώτες της ΕΕ έχουν το δύσκολο έργο της συγγραφής μιας “νέας” φενάκης. Τα παραμύθια που γράφτηκαν 60  χρόνια πριν στις συνθήκες της Ρώμης, περί ειρήνης, ευημερίας, ισότητας και αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ, σμπαραλιάστηκαν από την καταθλιπτική κυριαρχία και την ακόρεστη βουλιμία των ευρωπαϊκών ιμπεριαλιστικών κέντρων και κύρια του γερμανικού. Είναι φανερό ότι οι υποσχέσεις για μια ΕΕ όπου οι λαοί θα απολάμβαναν πλούτη και δημοκρατία, δεν μπορούν πλέον να δικαιολογήσουν την ανάγκη του “ευρωμονόδρομου” και ότι θα χρειαστεί μία άλλη αφήγηση, ίσως λιγότερο θελκτική και πάντως σίγουρα περισσότερο εκβιαστική. Μια αφήγηση που θα στηρίζεται περισσότερο στα σενάρια τρόμου για όποιον “τολμά” να θέλει να βγει από το μαντρί και λιγότερο στις ευοίωνες προοπτικές που θα του εξασφαλίζει η παραμονή του. Αυτήν τη “νέα” απάτη υπόσχονται οι κορυφαίοι της ΕΕ να παρουσιάσουν σε ένα νέο κείμενο “ανανέωσης των όρκων πίστης” στην ΕΕ στις 25 του Μάρτη στη Ρώμη.
Πριν τη Σύνοδο Κορυφής της 25ης Μάρτη και για την προετοιμασία αυτής, προηγήθηκε στις 9 και 10 του Μάρτη στις Βρυξέλλες, μια ακόμη Σύνοδος από την οποία προέκυψε και μια “κοινή δήλωση” των ηγετών της ΕΕ που ορίζει κάποιες βασικές κατευθύνσεις. Μπορεί στην ημερήσια διάταξη αυτής της συνόδου να περιλαμβάνονται θέματα όπως, εμπορικές συμφωνίες, η απασχόληση, η ανάπτυξη και η ανταγωνιστικότητα, ή οι σημαντικές εξελίξεις στα Βαλκάνια και το Προσφυγικό, όμως όλα αυτά δεν μπορεί παρά να έρχονται σε δεύτερη μοίρα έως ότου οριστεί το νέο πλαίσιο, η “νέα γεωμετρία” της ΕΕ. Μέχρι δηλαδή να οριστικοποιηθεί, ποιες χώρες και με ποιο καθεστώς θα συνεχίσουν να θεωρούνται μέλη της ΕΕ, στην πραγματικότητα όλες οι άλλες συζητήσεις δεν μπορεί να έχουν ουσιαστικό περιεχόμενο.
Από αυτή την άποψη αν και το θέμα του Brexit δεν βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη της Συνόδου, ουσιαστικά ο επαναπροσδιορισμός της θέσης και της σχέσης του βρετανικού ιμπεριαλισμού με την ΕΕ, βρίσκεται στα μυαλά όλων των ιθυνόντων των Βρυξελλών, αφού γνωρίζουν ότι διαμορφώνει με καθοριστικό τρόπο την επόμενη μέρα. Είναι βέβαιο ότι οι βαριές-σημαντικές συζητήσεις, θα γίνουν στο περιθώριο των τυπικών διαδικασιών και θα αφορούν πρώτα και κύρια αυτό ακριβώς το ζήτημα. Άλλωστε οι Σύνοδοι Κορυφής του Μάρτη πραγματοποιούνται υπό τη σκιά των εκλογών σε Ολλανδία και Γαλλία που αναμένεται τουλάχιστον να ενισχύσουν τις φυγόκεντρες τάσεις και στις δύο χώρες. Τάσεις που ενισχύονται συνολικά στην Ευρώπη, μετά και την εκλογή Τραμπ και που αθροιστικά συνθέτουν ένα ιδιαίτερα ρευστό σκηνικό για το μέλλον της ΕΕ.
Αυτή η εικόνα που παρουσιάζει σήμερα το οικοδόμημα της ΕΕ είναι το αποτέλεσμα πρώτα και κύρια των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων που αναπόφευκτα υπάρχουν και τα τελευταία χρόνια γιγαντώθηκαν στο εσωτερικό της. Βασικός λόγος, ο νέος ηγεμονικός ρόλος της Γερμανίας, που μέσα από το άρμα της ΕΕ, αξιοποιώντας περισσότερο από κάθε άλλον ανταγωνιστή της την “κοινή εσωτερική αγορά”, όπως και την κοινή “εξωτερική πολιτική”, αναδείχθηκε μέσα στα 60 αυτά χρόνια σε αδιαμφισβήτητη πρώτη δύναμη της Ευρώπης και επανατοποθετήθηκε λίγες δεκαετίες μετά τη λήξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, στο βάθρο των κυρίαρχων ιμπεριαλιστικών χωρών του πλανήτη. Αυτό δεν μπορεί παρά να επιβάλει στον βρετανικό ιμπεριαλισμό, που ούτως ή άλλως διατηρούσε πάντα ιδιαίτερη σχέση με την ΕΕ, την επαναχάραξη της στρατηγικής του και τον επανακαθορισμό της σχέσης του με την Κοινή Αγορά της, ανεξάρτητα με την τελική έκβαση και τον τίτλο που θα δοθεί στην υπόθεση Brexit.
Το ίδιο συμβαίνει και με την άλλη μεγάλη δύναμη της ΕΕ, τη Γαλλία, όπου ισχυρά τμήματα του μονοπωλιακού κεφαλαίου της θίγονται από τη συντριπτική κυριαρχία τής Γερμανίας και αναζητούν και αυτά τον επαναπροσδιορισμό της σχέσης τους με την ΕΕ. Στο πραγματικό έδαφος των ανταγωνισμών ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της ΕΕ, που αν και στα πλαίσια της κοινής πολιτικής της ντύθηκαν με δεκάδες “συμφωνίες”, ούτε στιγμή δεν έπαψαν να υπάρχουν και να ορίζουν τις εξελίξεις στο εσωτερικό της και αναπόφευκτα να την οδηγούν σε μια βαθιά και μάλλον αξεπέραστη, αν μιλάμε για τη διατήρηση του ίδιου μοντέλου, κρίση. Μια κρίση που όπως φαίνεται θέλουν με κάθε τρόπο να εκμεταλλευτούν οι ΗΠΑ, όπου με τον Τραμπ πλέον στο τιμόνι τους διερευνούν τη συγκρότηση μιας νέας συμμαχίας με χώρες της ΕΕ, τοποθετώντας ακόμη και διακηρυχτικά τον ανερχόμενο γερμανικό ιμπεριαλισμό απέναντι, και αναζητώντας σε αυτή τη βάση “νέους φίλους” στη γηραιά ήπειρο. Υπό αυτό το πρίσμα οι εξελίξεις στην ΕΕ  πλέκονται (και δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς) στο παγκόσμιο κουβάρι των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων και των γενικότερων συσχετισμών.
Αναμφίβολα το κοινωνικό έδαφος για την πολιτική έκφραση των φυγόκεντρων τάσεων στην ΕΕ υπάρχει και δεν είναι άλλο από τις βαθιά αντιλαϊκές πολιτικές λιτότητας που εφαρμόζονται εδώ και δεκαετίες στο εσωτερικό της και που ειδικά στα εξαρτημένα κράτη μέλη της, όπως είναι η Ελλάδα, παρουσιάζουν πλέον εικόνα νεοαποικιακού ελέγχου και κοινωνικής βαρβαρότητας. Δεδομένου όμως ότι βρίσκεται σε μεγάλη υποχώρηση αυτήν τη στιγμή από το σύνολο των ευρωπαϊκών χωρών, ο πολιτικός παράγοντας που θα μπορούσε να οδηγήσει την ανάγκη για την ανατροπή αυτής της πραγματικότητας σε προοδευτικούς δρόμους για τους λαούς της, εκμεταλλεύονται τη λαϊκή αγανάκτηση και την αποστροφή προς την ΕΕ δυνάμεις που κατά κύριο λόγο πρόσκεινται στην ακροδεξιά και που μεταφράζουν αυτά τα υγιή αντανακλαστικά του κόσμου, προς όφελος των συμφερόντων των κατά περίπτωση τμημάτων των κυρίαρχων τάξεων.
Σε κάθε περίπτωση, όλα τα παραπάνω έχουν σαν αποτέλεσμα τα σενάρια για τον επαναπροσδιορισμό του ευρωπαϊκού οικοδομήματος να φουντώνουν και να φέρνουν την Ευρώπη των “πολλών ταχυτήτων” όλο και πιο κοντά. Σύμφωνα μάλιστα με τα πρώτα δημοσιεύματα για την κοινή δήλωση της Συνόδου οι πρώτες αναφορές για αυτή την ΕΕ σε επίσημο κείμενό της είναι γεγονός. Όποια και να είναι η απόφαση των ιμπεριαλιστικών ευρωπαϊκών κέντρων, είναι βέβαιο ότι οι κάθε λογής απολογητές της ΕΕ, τα ντόπια φερέφωνα των ξένων συμφερόντων στην Ελλάδα θα σπεύσουν να την παρουσιάσουν, ως τον αναγκαίο “μονόδρομο”. Σε σχέση με όλα τα παραπάνω και ειδικά για το παρελθόν και το μέλλον της Ελλάδας στην ΕΕ θα πρέπει να σημειωθεί ότι:
1) Επειδή όταν γίνεται λόγος για Ευρώπη πολλών ταχυτήτων στο μέλλον υπονοείται (και από τους “έγκυρους” αναλυτές αναπαράγεται) ότι μέχρι σήμερα οι χώρες του ευρώ κινούνταν με την ίδια ταχύτητα, πρέπει να είναι καθαρό ότι αυτό δεν συνέβη (και δεν θα μπορούσε να συμβεί) ποτέ. Η ΕΕ δεν υπήρξε ποτέ μια “διακρατική ένωση” όπως την παρουσίαζαν οι θιασώτες της και μαζί με αυτούς το σύνολο σχεδόν των δυνάμεων που αναφέρονται στην αριστερά (του ΚΚΕ συμπεριλαμβανομένου). Δεν φτιάχτηκε από ισότιμα κράτη και πολύ περισσότερο δεν φτιάχτηκε για να αρθεί η ανισόμετρη ανάπτυξη στο εσωτερικό της όπως αναφέρουν τα ιδρυτικά κείμενα της Κομισιόν. Η ΕΕ είναι το δημιούργημα των ιμπεριαλιστικών κέντρων της Ευρώπης, με στόχο την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητάς τους στο παγκόσμιο στερέωμα. Επί της ουσίας η απόφαση για τη δημιουργία της (όπως και οι αποφάσεις για τη συνέχειά της) ανήκει σε χώρες όπως η Γερμανία, η Γαλλία και η Αγγλία, οι οποίες βέβαια δεν έπαψαν όλα αυτά τα χρόνια να ανταγωνίζονται για τα ξεχωριστά τους συμφέροντα.
Στην ΕΕ εισήχθησαν εξαρτημένες χώρες όπως η Ελλάδα, όχι για να ισχυροποιήσουν τη θέση τους, όπως διατυμπάνιζε η κυρίαρχη προπαγάνδα και επαναλάμβανε η ποικιλώνυμη “αριστερά” (και πάλι του ΚΚΕ συμπεριλαμβανομένου), αλλά για να βαθύνει η εξάρτησή τους και να μετατραπούν σε “επαρχίες αποικιών”. Και οι εξελίξεις αυτά ακριβώς επιβεβαιώνουν. Από τη δημιουργία της ΕΕ και μετά, οι χώρες που τη συγκροτούν όχι απλά δεν διαμόρφωσαν “κοινές ταχύτητες”, αλλά ίσα, ίσα που το χάσμα ανάμεσα στις εξαρτημένες και τις ιμπεριαλιστικές οικονομίες έγινε τεράστιο, όπως και το χάσμα ανάμεσα στον γερμανικό ιμπεριαλισμό, και τις άλλες ισχυρές δυνάμεις της ΕΕ. Με απλά λόγια η ΕΕ προορίζονταν και έτσι χρησιμοποιήθηκε, για την ενίσχυση των ιμπεριαλιστικών οικονομιών της και στην εξέλιξή της αποδείχθηκε ότι η Γερμανία ήταν αυτή που θα κυριαρχούσε. Η εκτίναξη του γερμανικού ΑΕΠ και η ισχυροποίηση του γερμανικού γίγαντα, πατάει πάνω σε υποδουλωμένες οικονομικά και πολιτικά χώρες όπως η Ελλάδα και στους αρνητικούς δείκτες των υποσκελισμένων ανταγωνιστών του όπως η Βρετανία. Για αυτό προορίζονταν η ΕΕ και αυτό έγινε. Και τα κροκοδείλια δάκρυα των απολογητών της, για το “χαμένο όραμα”, δεν είναι τίποτε άλλο παρά φθηνές ανοησίες. Η διεύρυνση του χάσματος ανάμεσα στις “ταχύτητες” των χωρών της ΕΕ, αποτελεί τη φυσιολογική εξέλιξή της.
2) Η απόλυτη κυριαρχία του γερμανικού ιμπεριαλισμού και η αναμενόμενη άρνηση των ανταγωνιστών του να την αποδεχτούν, οδηγούν κατά κύριο λόγο τις εξελίξεις στην ΕΕ. Επιλογή των κυρίαρχων κύκλων και κύρια της Γερμανίας για το μέλλον της, φαίνεται να είναι η δημιουργία ενός ισχυρού πυρήνα κρατών με κοινό νόμισμα και από εκεί και πέρα η ένταξη των υπολοίπων σε ομόκεντρους κύκλους κοινών αγορών-συμφωνιών. Ειδικά όμως για την περιοχή μας, εκτός από τους σχεδιασμούς των Γερμανών και των άλλων Ευρωπαίων υπάρχει ισχυρός και ο αμερικάνικος  παράγοντας παρεμβαίνοντας καθοριστικά στις εξελίξεις. Η Ελλάδα, οικονομικά εξαρτημένη, κατά κύριο λόγο, από τη Γερμανία και στρατιωτικά από τις ΗΠΑ, είναι πολύ πιθανό να βρεθεί το επόμενο διάστημα σε μια επικίνδυνη διελκυστίνδα.  Σε κάθε περίπτωση η Ελλάδα στην “επόμενη μέρα” της ΕΕ δεν μπορεί να έχει καλύτερο μέλλον. Είτε με ευρώ, είτε με άλλο νόμισμα, είτε σε άλλη ταχύτητα ένα είναι βέβαιο. Η ανεξαρτησία της δεν θα της χαριστεί. Θα κατακτηθεί με τους αγώνες του ελληνικού λαού. Αυτούς που είναι αναγκαίοι για να ξεφορτωθεί τους ξένους δυνάστες του, τα ντόπια παράσιτά τους και τις “συμφωνίες τους”.
3) Και αυτό έχουμε κάθε λόγο να το τονίσουμε γιατί είναι βέβαιο, ότι την επομένη ενδεχόμενων αποφάσεων και  συμφωνιών που θα περιγράφουν την ΕΕ των πολλών ταχυτήτων και θα προβλέπουν τη νέα θέση και το μέλλον της Ελλάδας σε αυτήν, και ειδικά στην περίπτωση της εκδίωξής της από το ευρώ, εκτός από τους απολογητές της ΕΕ και της εξάρτησης, θα οργιάσει και η “αριστερά των μεταβατικών προγραμμάτων και της παραγωγικής ανασυγκρότησης”. Αυτή η “αριστερά” που βλέπει τη λύση του πολιτικού ζητήματος της Ελλάδας  ως υπόθεση τεχνικό- οικονομικών βημάτων με αλλαγή νομίσματος και εθνικοποιήσεις. Η έξοδος της Ελλάδας από την ΕΕ και το ευρώ είναι αναγκαία, αλλά  όχι και ικανή συνθήκη για την πρόοδο του τόπου. Αν αυτή είναι το αποτέλεσμα διενέξεων και αποφάσεων των ιμπεριαλιστικών κέντρων για επαναδιατύπωση και επανακαθορισμό των όρων της “κοινής αγοράς” και οδηγεί την Ελλάδα εκτός ευρώ, αλλά με διαιώνιση του καθεστώτος της εξάρτησης και υποτέλειας, αυτό δεν σηματοδοτεί αυτόματα θετικές εξελίξεις. Η έξοδος από την ΕΕ μπορεί να έχει άλλη προοπτική όταν συνδέεται με τους πόθους και τους αγώνες του λαού μας για εθνική ανεξαρτησία, όταν έχει το περιεχόμενο του αγώνα ενάντια στον ιμπεριαλισμό και την πολιτική της εξάρτησης.
4) Η όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, μπορεί να διαμορφώνει ένα σκηνικό αποσύνθεσης και διάλυσης της σημερινής ΕΕ, χωρίς αυτό όμως να οδηγεί απαραίτητα σε θετικές εξελίξεις τη γηραιά ήπειρο. Η ασθενική  παρουσία του λαϊκού, αριστερού και του κομμουνιστικού κινήματος από τα όσα συμβαίνουν, αφήνει κενό χώρο ώστε πάνω στο έδαφος που δημιουργείται από την όξυνση των αντιθέσεων αυτών και του βαθέματος της οικονομικής κρίσης να γεννιούνται και να ισχυροποιούνται οι ακροδεξιές πολιτικές δυνάμεις, εκφραστές των πιο αντιδραστικών κύκλων του ευρωπαϊκού κεφαλαίου. Μπροστά στις νέες συνθήκες όξυνσης των ανταγωνισμών των μεγάλων δυνάμεων και ολόπλευρης επίθεσης στα εργατικά και δημοκρατικά δικαιώματα, μπροστά στα απειλητικά σενάρια νέων πολεμικών συρράξεων, οι λαοί της Ευρώπης και ο δικός μας λαός  έχουν χρέος να οικοδομήσουν το αναγκαίο αντιιμπεριαλιστικό-αντιπολεμικό μέτωπο, για να ανακόψουν τους σε βάρος τους σχεδιασμούς. Δίχως αυτό η “επόμενη μέρα” της ΕΕ δεν μπορεί παρά να έχει το ίδιο ή και χειρότερο αντιδραστικό περιεχόμενο.