28 Μαρτίου 2016

ΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΚΑΙ Η ΤΕΧΝΗ

Το παρόν κείμενο αποτελεί την εισήγηση της γλύπτριας Ζωής Χατζή, προέδρου της Ένωσης Εκπαιδευτικών Εικαστικών Μαθημάτων, στην ημερίδα για την καλλιτεχνική παιδεία που διοργάνωσε το Καλλιτεχνικό Σχολείο Γέρακα. 

Το δημόσιο σχολείο, στο οποίο αναφέρεται ο τίτλος της εισήγησής μου, δεν είναι κάποιο υπερβατικό και διαχρονικό είδος σχολείου που θα πρέπει να επινοήσουμε.
Είναι το πραγματικό σημερινό δημόσιο σχολείο στο οποίο παρεμβαίνουμε συλλογικά για να το αλλάξουμε, επιδιώκοντας ώστε η Τέχνη (και η διδασκαλία της Τέχνης) να γίνει βασικό και αναπόσπαστο συστατικό στοιχείο του διδακτικού περιεχομένου και του συνόλου των μορφωτικών λειτουργιών του.
Δεν ξεκινάμε από κάποια αφηρημένη διανοητική κατασκευή ενός «ιδανικού» σχολικού «μοντέλου» που θα μπορούσε να υπάρχει έξω τόπου και χρόνου, στην Ελλάδα ή οπουδήποτε αλλού.  Ξεκινάμε πατώντας στο πραγματικό έδαφος των σχέσεων που διέπουν το υπαρκτό δημόσιο σχολείο, ειδικά μάλιστα στη χώρα μας στις συνθήκες της βαθιάς κρίσης και της μνημονιακής αποσύνθεσης και διάλυσης.
Καθορίζοντας  τους στόχους  της συλλογικής μας παρέμβασης στο πλαίσιο των συγκεκριμένων κάθε φορά συνθηκών, επαληθεύουμε την εκπλήρωση ή μη των στόχων μας, κρίνοντας όχι με βάση τα λόγια των κρατούντων, τις ρητορείες ή τις λογοκοπίες τους περί Τέχνης, αλλά με βάση τα έργα τους.
Ποια είναι η σχέση του δημόσιου σχολείου με την Τέχνη;

Είναι σχέση στην οποία ο ρόλος της Τέχνης ήταν ανέκαθεν περιθωριακός, ενώ στις μέρες μας τείνει συστηματικά να υποβιβαστεί και σε κρίσιμες βαθμίδες, όπως στο Λύκειο, σχεδόν να εκμηδενιστεί.
Κανείς βέβαια από τους εκάστοτε ιθύνοντες της εκπαίδευσης, δεν αποκηρύσσει ρητά την ανάγκη ενίσχυσης του ρόλου της Τέχνης στο σχολείο, αντίθετα όλοι ορκίζονται ότι αυτό θέλουν μεταξύ άλλων να εξασφαλίσουν  ειδικά με τις καλούμενες «μεταρρυθμίσεις» τους.
Αλλά πριν δούμε το ρόλο της Τέχνης στο δημόσιο σχολείο, χρειάζεται να δούμε κατά πόσο το ίδιο το δημόσιο σχολείο εξακολουθεί να παραμένει πράγματι δημόσιο ή αν αντίθετα οι λειτουργίες του ακρωτηριάζονται και ο δημόσιος χαρακτήρας του υποσκάπτεται, εξασθενεί και μεταλλάσσεται.
Δημόσιο σχολείο σημαίνει εκπαίδευση που παρέχεται από την πολιτεία και είναι υποχρεωτική, προσβάσιμη και διαθέσιμη σε όλους.
Αντί μιας τέτοιας εκπαίδευσης, έχουμε στις μέρες μας εκπαίδευση όλο και πιο δυσπρόσιτη ή και εντελώς απρόσιτη στους πολλούς.
Εκπαίδευση που παρέχεται με τη διαρκώς μειούμενη υπαγωγή της στο ελληνικό κράτος και τη διαρκώς αυξανόμενη εκχώρηση σημαντικών τομέων της στην «αγορά», δηλ. άμεσα στους ιδιώτες επιχειρηματίες. Εκπαίδευση συνεπώς προσαρμοσμένη στις «ανάγκες της αγοράς» και όχι στις ανάγκες μόρφωσης και πνευματικής καλλιέργειας της νέας γενιάς.
Η διαδικασία αυτή σαρώνοντας κεκτημένα δεκαετιών, εκτροχιάζοντας και ακρωτηριάζοντας τις λειτουργίες του δημόσιου σχολείου, θίγει καίρια τα μορφωτικά δικαιώματα, υπονομεύει την πνευματική καλλιέργεια και συνεπάγεται βαριές αρνητικές επιπτώσεις για την ψυχική ζωή και το παρόν και το μέλλον των νέων ανθρώπων. Η «αγορά» μεταφέροντας αναπόφευκτα και στο σχολικό περιβάλλον τη λογική «ο σώζων εαυτόν σωθήτω», πριμοδοτεί τον εκβαρβαρισμό των κοινωνικών σχέσεων, του οποίου η ίδια αποτελεί πηγή και σηματοδότη.
Στο έδαφος ακριβώς των επώδυνων προβλημάτων του παρόντος, επιδιώκουμε να εντατικοποιήσουμε τις συλλογικές μας παρεμβάσεις, για να αναιρεθεί η έκπτωση, η αποσύνθεση και η μετάλλαξη του δημόσιου σχολείου, για να αποτρέψουμε κάθε επιδείνωση και για να επανακατακτήσουμε και διασφαλίσουμε το μέγιστο που είναι δυνατό και πραγματοποιήσιμο κάτω από τις υπάρχουσες συνθήκες.
Απορρίπτοντας κάθε υπόκλιση και προσαρμογή στην τωρινή κατάσταση αλλά και κάθε απογείωση και απόσπαση από τη συγκεκριμένη πραγματικότητα. Το μέλλον στο οποίο προσβλέπουμε δεν είναι το ιδεατό καταφύγιο στο οποίο μπορούμε να αποδράσουμε αποφεύγοντας με αεροβασίες τα επείγοντα προβλήματα του παρόντος. Ούτε βάζοντας στόχους απογειωμένους από την τωρινή πραγματικότητα, ούτε μένοντας πίσω, ουραγοί και παθητικοί θεατές, αλλά αντιμετωπίζοντας τις εξελίξεις ενεργητικά, παρεμβαίνουμε όχι ευκαιριακά αλλά από σταθερές θέσεις αρχών. Αυτός είναι ο γενικός προσανατολισμός μας.
Το δημόσιο σχολείο, ασφαλώς και στις καλύτερες στιγμές του και στις πιο εξελιγμένες και αναπτυγμένες μορφές του, στα πλαίσια του υπάρχοντος κοινωνικού συστήματος, παραμένει σχολείο του οποίου το επίπεδο και τις μορφωτικές λειτουργίες, επηρεάζουν καθορισμένοι περιορισμοί, που απορρέουν από τις κοινωνικές ανισότητες και τις πολιτισμικές κ.α. διαφορές.
Αυτές, όχι στους τύπους αλλά στην πράξη, άμεσα ή έμμεσα, απ’ τη μία καθορίζουν τις δυνατότητες πρόσβασης κι από την άλλη τις δυνατότητες οικειοποίησης των μορφωτικών αγαθών για τα πληβειακά εργατικά και λαϊκά στρώματα. Είναι φανερό ότι οι ανισότητες αυτές γίνονται όλο και πιο έκδηλες στις σημερινές οδυνηρές συνθήκες που επικρατούν στον τόπο μας και τις συναντάμε δραματικά μεγεθυμένες στο εσωτερικό των σχολικών τάξεων και έξω από αυτές, είτε αναφερόμαστε σε περιφερειακή και τοπική είτε σε εθνική κλίμακα.
Η εκπαίδευση δεν είναι αυτόνομο βασίλειο. Η ασκούμενη εκεί πολιτική είναι απόρροια της γενικότερης πολιτικής των κρατούντων, που οι επιλογές τους καθορίζονται και έχουν αυτόματο οδηγό τις προδιαγραφές και υπαγορεύσεις των Μνημονίων. Χωρίς τον ξεκάθαρο προσδιορισμό της θέσης μας απέναντι στην πολιτική αυτή, καμιά σοβαρή και αξιόπιστη συζήτηση δεν μπορεί να γίνει, ούτε για την Εκπαίδευση, ούτε για την Τέχνη και την Καλλιτεχνική Εκπαίδευση, ούτε για οποιαδήποτε διεκδίκηση δική μας ή όποιου άλλου κλάδου εργαζομένων.
Όταν γίνεται λόγος για ένα σχολείο Πολιτισμού και Ανθρωπιάς, αυτός ο χαρακτηρισμός θέλει προφανώς να τονίσει τη σημασία της Τέχνης, να εξάρει τη συμβολή της σαν παράγοντα στήριξης του πολιτισμού και φορέα αναντικατάστατων αξιών ψυχικής καλλιέργειας, υποδηλώνοντας αντιπαραθετικά το θετικό ρόλο της Τέχνης απέναντι στην αγριότητα και τον εκβαρβαρισμό.
Τόσο οι Τέχνες όσο και οι Επιστήμες αποτελούν αναμφισβήτητα βασικές συνιστώσες κάθε Πολιτισμού, και επίσης αποτελούν μαζί με την άθληση βασικές συνιστώσες της Εκπαίδευσης.
Τον Πολιτισμό δεν τον αντιπροσωπεύουν αποκλειστικά και μονοδιάστατα οι Τέχνες, ούτε αποκλειστικά και μονοδιάστατα οι Επιστήμες, ούτε ακόμα, αντίστοιχα ο συγκερασμός και συνδυασμός τους, είτε στις άμεσες εκφράσεις τους είτε στις εφαρμογές τους.
Ανεξάντλητη πηγή εμπλουτισμού και ζωογόνησης του Πολιτισμού είναι η ιστορικά διαμορφωμένη ψυχοσύνθεση του λαού. Η πλατιά αλληλεγγύη που εκδηλώνεται στις μέρες μας από τον ελληνικό λαό στους κατατρεγμένους πρόσφυγες, είναι αναμφισβήτητα καταλύτης διάσωσης και ανάδειξης αυθεντικών πολιτιστικών αξιών.
Όπως απ’ την αρχή σημειώσαμε, επιδίωξή μας είναι ώστε η Τέχνη και η διδασκαλία της να γίνουν βασικά και αναπόσπαστα συστατικά του διδακτικού περιεχομένου και του συνόλου των μορφωτικών λειτουργιών του δημόσιου σχολείου.
Θεμελιακό στοιχείο του προσανατολισμού μας είναι η ξεκάθαρη αντίθεσή μας στην προωθούμενη εδώ και πολλά χρόνια εκτροπή του άξονα των σπουδών Τέχνης από την καλλιτεχνική πράξη στις ρητορείες γύρω από την Τέχνη, από το καλλιτεχνικό εργαστήρι στις θεωρίες περί την Τέχνη.
Θεωρούμε ότι η κατεύθυνση αυτή προσβάλλει και οδηγεί σε καθίζηση όλο το οικοδόμημα των σπουδών Τέχνης.
Η κατεύθυνση αυτή, στις διάφορες εκπαιδευτικές βαθμίδες σηματοδοτεί την υποκατάσταση των καλλιτεχνικών μαθημάτων, στην ουσία με ξένα προς την καλλιτεχνική διδασκαλία μαθήματα. Στο επίπεδο των Ανώτατων Σχολών, σηματοδοτεί τον γενικό υποβιβασμό και την κατακρήμνιση του επιπέδου των καλλιτεχνικών σπουδών.
Η τέχνη ενσωματώνει σε μια ενιαία διαδικασία, διανοητική και χειρονακτική εργασία.
Το περιεχόμενο της διδασκαλίας της καλύπτει, ανεξάρτητα από συμβατικές ταξινομήσεις, ένα ειδικό πεδίο της ανθρώπινης γνώσης και εμπειρίας. Αν και είναι προφανές ότι το περιεχόμενο της διδασκαλίας της τέχνης δεν μπορεί και δεν είναι δυνατόν να ταυτιστεί με εκείνο των σπουδών οποιωνδήποτε επιστημών (είτε των ονομαζόμενων ανθρωπιστικών, είτε των θετικών), λειτουργεί ωστόσο σαν ένας ιδιόμορφος ενοποιητικός κρίκος ανάμεσά τους, αγγίζοντας και επαναπροσδιορίζοντας θεμελιακά στοιχεία και πλευρές τους, με τους τρόπους, τα μέσα και τις μεθόδους της τέχνης.
Από τα χαρακτηριστικά και τις ιδιότητές της αυτές, η διδασκαλία της Τέχνης (οφείλει να) αποτελεί αναπόσπαστο όσο και ουσιαστικό συστατικό στοιχείο της Γενικής Παιδείας.
Από την άποψη αυτή είναι απαραίτητο η διδασκαλία της Τέχνης να περιλαμβάνεται στα μαθήματα Γενικής Παιδείας όλης της Εκπαίδευσης, όλων των τύπων και όλων των βαθμίδων της.
Η τέχνη ενώ λειτουργεί αυτεξούσια αλλά και ενοποιητικά για ποικίλα γνωστικά αντικείμενα στο επίπεδο της γενικής διδασκαλίας της, ταυτόχρονα υποβοηθά αποφασιστικά αλλά και προϋποθέτει την εξειδίκευση και την τεχνική κατάρτιση σε πολλά επίσης επιμέρους γνωστικά αντικείμενα.
Συνεπώς η διδασκαλία της (οφείλει επίσης να) περιλαμβάνεται σαν αναντικατάστατο συστατικό στοιχείο όλων εκείνων των ειδικών σπουδών που συνδέονται, με το καθαυτό φαινόμενο της Τέχνης.
Με δυο λόγια, η διδασκαλία της τέχνης είναι απαραίτητη ως μάθημα Γενικής Παιδείας, όσο και ως μάθημα επιλογής στο Λύκειο.
Προβάλλοντας τις γενικές αυτές διεκδικήσεις η Ένωσή μας κατέβαλε και θα συνεχίσει να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια, για να ισχυροποιηθεί η συλλογική μας φωνή, για να δυναμώσει η όποια δύναμη πίεσης διαθέτουμε, για να προβληθούν και στηριχτούν αξιόπιστα και πιο αποτελεσματικά οι διεκδικήσεις και οι προτάσεις μας.
Η ισχυροποίηση της συλλογικής μας φωνής, δεν είναι ζήτημα εκκλήσεων και επιθυμιών, λύνεται στην πράξη της συλλογικής μας ζωής, στην πορεία εκδήλωσης των πραχτικών προσπαθειών μας για την αντιμετώπιση και προώθηση των γενικών σκοπών μας, για την κατοχύρωση, εδραίωση και ανάπτυξη γενικά της καλλιτεχνικής εκπαίδευσης.
Σημαίνει τη μεγαλύτερη δυνατή συγκέντρωση των δυνάμεών μας, όλων των εκπαιδευτικών – εικαστικών καλλιτεχνών, μόνιμων και αναπληρωτών, όπου κι αν εργάζονται, στο κέντρο ή στην περιφέρεια, στη Δευτεροβάθμια ή στην Πρωτοβάθμια, σε Μουσικά ή Καλλιτεχνικά σχολεία, στην ΤΕΕ ή σε Ειδικά σχολεία κοκ..
Σημαίνει συνειδητές κι επίμονες προσπάθειες της Ένωσης να συνδεθεί, να αναδείξει τη συνεισφορά και να αξιοποιήσει ενεργητικά το δυναμικό αυτό, να κάνει ότι μπορεί για να εξασφαλίσει την ενεργοποίησή του στα πλαίσια των λειτουργιών της Ένωσης.
Μια από τις βασικές προϋποθέσεις κάθε αποτελεσματικής διεκδίκησης, κάθε αγώνα, είναι η μαζικότητα, αυτό ισχύει εξ’ ίσου για μας όσο και για οποιονδήποτε συλλογικό φορέα. Όχι η μαζικότητα που μπορεί να την εκφράσει γραφειοκρατικά κάποιο τυπικό αριθμητικό μέγεθος, αλλά εκείνη πάνω απ’ όλα, στην οποία εκδηλώνεται και επικυρώνεται ζωντανά η ενεργητική συμβολή, η συμμετοχή.
Η ασκούμενη πολιτική αποδομεί και διαλύει τη δημόσια εκπαίδευση και εμείς ως εκπαιδευτικοί, μαζί με όλο τον κόσμο της εκπαίδευσης, θα ενώσουμε με συνέπεια τη φωνή και τον αγώνα μας για να μπει φραγμός στην εκπαιδευτική διάλυση.
Προβάλλοντας ενεργητικά τις ιδιαίτερες διεκδικήσεις των εικαστικών καλλιτεχνών, επιδιώκουμε και προωθούμε επίσης την κοινή δραστηριοποίηση με τους φορείς και ενώσεις άλλων καλλιτεχνικών ειδικοτήτων, ενώ έχουμε καλέσει να δώσουν κάθε δυνατή συμβολή στον αγώνα στήριξης της καλλιτεχνικής παιδείας όλους τους εργάτες της Τέχνης και τους δασκάλους της Τέχνης.
Ο αγώνας ενάντια στην αντιεκπαιδευτική πολιτική θα είναι μακρύς και επίπονος.